παλιάνθρωπος

παλιάνθρωπος
Σατιρική αθηναϊκή εφημερίδα (18 Αυγούστου 1882 - 15 Αυγούστου 1883). Εκδότης της ήταν ο Ιωάννης Βαρβέρης, που συνεργάστηκε σε διάφορα σατιρικά φύλλα με το ψευδώνυμο Παλιάνθρωπος. Η εφημερίδα αυτή είχε μεγάλη κυκλοφορία, την οποία όμως έχασε όταν άρχισε να δημοσιεύει υβριστικά άρθρα. Στην εφημερίδα, καθώς και στο Μη χάνεσαι του Βλάση Γαβριηλίδη, δημοσιεύτηκαν ρεαλιστικά διηγήματα του εκδότη της.
* * *
ο
άτιμος, ανήθικος, κακοήθης άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο)- (βλ. λ. παλαιο-) + άνθρωπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παλιάνθρωπος — ο ο κακοήθης, αισχρός, παρακατιανός και γενικά ο κακής διαγωγής άνθρωπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Nikolas Asimos — Nikolaos Asimopoulos Born August 20, 1949(1949 08 20) Died March 17, 1988(1988 03 17) (aged 38) Nationality Greek Other names Nikos Asimos …   Wikipedia

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • αυτός — ή, ό (AM αὐτός, ή, ό) (μσν.νεοελλ. και αὖτός, αὐτόνος, αὐτοῡνος, αὐτεῑνος, ἀτός) (αντων.) Ι. Αντιδιασταλτική, Οριστική (μερικές φορές με το άρθρο ή με το έναρθρο ο ίδιος πρβλ. «αυτός φταίει», «θα βρω αυτή την ίδια», «ὅλοι ἐπαρεδόθησαν κι ὁ… …   Dictionary of Greek

  • δείξιος — και δείξος, α, ο φρ. «ο ποίσος κι ο δείξιος» ο παλιάνθρωπος, ο τιποτένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματικό παράγωγο (επίθετο) σχηματισμένο απ ευθείας από τον μέλλοντα (θα) δείξω τού δείχνω (πρβλ. ο ποίσος* < (θα) ποίσω < ποιήσω)] …   Dictionary of Greek

  • κανάγιας — ο, θηλ. κανάγια και κανάγισσα (για πρόσ.) αχρείος, χυδαίος, παλιάνθρωπος, ελεεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου < γαλλ. canaille < ιταλ. canaglia < λατ. canis «σκύλος»] …   Dictionary of Greek

  • καριόλης — ο (υβριστικός χαρακτηρισμός άνδρα) άτιμος, παλιάνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καριόλα με μεταβολή γένους] …   Dictionary of Greek

  • κατακάθι — το 1. υποστάθμη, ίζημα, καταστάλαγμα, κατακάθισμα 2. άτομο κακής υπόστασης, κακοποιό στοιχείο, παλιάνθρωπος («κατακάθι τής κοινωνίας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατακαθίζω υποχωρητικά] …   Dictionary of Greek

  • παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… …   Dictionary of Greek

  • παλιανθρωπιά — η [παλιάνθρωπος] 1. η ιδιότητα τού παλιανθρώπου, αχρειότητα, φαυλότητα 2. αισχρή πράξη, αχρεία συμπεριφορά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”